- νομαδόστοιχος
- νομαδόστοιχος, -ον (Α)αυτός που επιστρέφει από τη βοσκή κατά στοίχους, κατά σειρές.[ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, -άδος + στοῖχος (< στείχω), πρβλ. ισό-στοιχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νομαδόστοιχοι — νομαδόστοιχος going in a row from pasture masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)